ψευδομεμβρανώδης

ψευδομεμβρανώδης
-ες, Ν
ιατρ. α) αυτός που χαρακτηρίζεται από ψευδομεμβράνες
β) (για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από ανάπτυξη ψευδομεμβρανών (α. «ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα» β. «ψευδομεμβρανώδης κυνάγχη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. pseudomembranous < pseudo- (< ψευδ[ο]-*) + membranous «μεμβρανώδης». Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στοματίτιδα — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) φλεγμονή τού βλεννογόνου τού στόματος 2. φρ. α) «ερυθηματώδης καταρροϊκή στοματίτιδα» στοματίτιδα που εκδηλώνεται με ερυθρότητα και, συχνά, με απολέπιση τών επιπολής στιβάδων τού βλεννογόνου β) «πολτώδης στοματίτιδα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”